- ενενηντάρης
- ο , ενενηντάρα η девяностолетний старик, девяностолетняя старуха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενενηντάρης — ο ηλικίας ενενήντα ετών … Dictionary of Greek
ενενηντάρης — ο θηλ. άρα και άρισσα που έχει ηλικία ή διάρκεια ενενήντα ετών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενενηντάρα — ενενηντάρα, η και ενενηντάρισσα, η θηλ. του ενενηντάρης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενενηντάχρονος — η, ο ενενηντάρης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)